ανακύμανση

ανακύμανση
η [ανακυμαίνω]
1. έγερση κυμάτων, κυματισμός
2. πρόκληση αλλεπάλληλων πτώσεων και υψώσεων χρηματιστηριακών αξιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάπαλση — η (Α ἀνάπαλσις) [ἀναπάλλω] εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση νεοελλ. (για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία …   Dictionary of Greek

  • ανακυμαίνω — (Μ ἀνακυμαίνω) 1. προκαλώ ύψωση και πτώση τών τιμών (χρηματιστηριακών αξιών, νομισμάτων κ.ά.) 2. σηκώνω, υψώνω κύματα 3. παθ. ταράζομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυμαίνω. ΠΑΡ. ανακύμανση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”